ναυμαχία

ναυμαχία
Μάχη μεταξύ πλοίων, θαλασσομαχία. Οι Ρωμαίοι ονόμαζαν ν. τη θεαματική αναπαράσταση μάχης, σε ειδική δεξαμενή, μεταξύ πλούσιων με δούλους ή καταδικασμένους σε θάνατο. Στην αρχαιότητα οι ν. γίνονταν με κύριο όπλο το έμβολο και οι πολεμιστές που βρίσκονταν στα πλοία πολεμούσαν «εκ του συστάδην». Αργότερα, μετά την εφεύρεση του «υγρού πυρός», στον 7o αι., οι ν. πήραν άλλη μορφή. Η εφεύρεση αυτή, αποκλειστικά βυζαντινή, διατηρήθηκε από τους Βυζαντινούς μυστική και το γεγονός τους εξασφάλιζε, σχεδόν πάντα, τη νίκη. Το 13o αι. η τοποθέτηση πυροβόλων στα πλοία άλλαξε ριζικά το χαρακτήρα της ν., που πήρε ουσιαστικά τη μορφή μονομαχίας πυροβολικού. Τον χαρακτήρα αυτό τον διατήρησε και μετά την ατμοκίνηση των πλοίων. Αργότερα η εξέλιξη της τεχνικής και η εφεύρεση διάφορων τύπων βλημάτων πυροβόλων, έδωσε στη ν. τον σημερινό χαρακτήρα της. Σταθμός στην ιστορία των ν. υπήρξε η εφεύρεση του αεροπλάνου, που χρησιμοποιήθηκε για την κάλυψη των φιλικών πολεμικών πλοίων και το βομβαρδισμό των εχθρικών. Το αεροπλάνο χρησιμοποιήθηκε και για πολεμικές επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας με τη ναυπήγηση των αεροπλανοφόρων. Τέλος, οι πύραυλοι και τα πυρηνικά όπλα, προσέθεσαν νέα στοιχεία στη διεξαγωγή ν. και μετέβαλαν ριζικά τις μεθόδους που έως τότε επικρατούσαν. Πίνακας του ζωγράφου Λ. Γεραλή, που απεικονίζει τη ναυμαχία της Λήμνου (5 Ιανουαρίου 1913), με την οποία κρίνεται οριστικά υπέρ της Ελλάδας η τύχη του Αιγαίου (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»). Πίνακας του Βρετανού ζωγράφουΤσάμπερς, που εικονίζει τη ναυμαχία του Τραφάλγκαρ. Στη ναυμαχία αυτή, ο βρετανικός στόλος με αρχηγό το Νέλσωνα, νίκησε το συμμαχικό στόλο της Γαλλίας και της Ισπανίας (1805). (Εθνικό Ναυτικό Μουσείο, Γκρήνουιτς.
* * *
η (ΑΜ ναυμαχία, Α ιων. τ. ναυμαχίη) [ναύμαχος]
πολεμική σύγκρουση που διεξάγεται στη θάλασσα με πλοία, πολεμική αναμέτρηση ναυτικών δυνάμεων («τὴν περὶ Σαλαμῑνα ναυμαχίαν τῶν Ἑλλήνων πρὸς τοὺς βαρβάρους γενομένην», Πλάτ.)
αρχ.
1. (στους Ρωμαίους) αγώνες κατά τους οποίους γίνονταν θεαματική αναπαράσταση μάχης μεταξύ πλοίων στην οποία χρησιμοποιούνταν ως ναυμάχοι δούλοι ή καταδικασμένοι σε θάνατο
2. χώρος στον οποίο τελούνταν τέτοιου είδους αγώνες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ναυμαχία — ναυμαχίᾱ , ναυμαχία sea fight fem nom/voc/acc dual ναυμαχίᾱ , ναυμαχία sea fight fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυμαχίᾳ — ναυμαχίαι , ναυμαχία sea fight fem nom/voc pl ναυμαχίᾱͅ , ναυμαχία sea fight fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυμαχία — η μάχη ανάμεσα σε πλοία: Η ναυμαχία της Σαλαμίνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τραφάλγκαρ, ναυμαχία του- — Ναυμαχία που έγινε κοντά στο ομώνυμο ακρωτήριο της νοτιοδυτικής ακτής της Ισπανίας (μεταξύ Κάδιξ και Γιβραλτάρ) στις 21 Οκτωβρίου 1805 μεταξύ του αγγλικού στόλου με επικεφαλής τον Νέλσον και του ισπανογαλλικού με επικεφαλής τον Γάλλο ναύαρχο Πιερ …   Dictionary of Greek

  • Ναυμαχία της Σ — Κατά τη διάρκεια του B’ Παγκόσμιου πόλεμου στις 19 Ιουλίου 1940 μια ιταλική ναυτική μονάδα αποτελούμενη από μερικά ελαφρά θωρηκτά έλαβε διαταγή να φύγει από την Τρίπολη της Λιβύης και να πάει στη Λέρο με σκοπό να επιτεθεί σε αγγλικές μονάδες… …   Dictionary of Greek

  • Έλλης, ναυμαχία της- — Η πρώτη σύγκρουση μεταξύ ελληνικού και τουρκικού στόλου κατά τον Α’ Βαλκανικό πόλεμο (1912 13), με την οποία εξασφαλίστηκε η ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο και διευκολύνθηκαν οι χερσαίες στρατιωτικές επιχειρήσεις. Ο ελληνικός στόλος, υπό τον… …   Dictionary of Greek

  • Έλλη, ναυμαχία — Βλ. λ. Έλλης, ναυμαχία της …   Dictionary of Greek

  • Μίντγουεϊ, ναυμαχία του- — Αεροναυτική σύγκρουση (4 6 Ιουνίου 1942) μεταξύ των ιαπωνικών και αμερικανικών δυνάμεων, μία από τις σημαντικότερες του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Οι Ιάπωνες ήθελαν να καταλάβουν τα νησιά Μίντγουεϊ για να τα χρησιμοποιήσουν ως βάση από όπου θα… …   Dictionary of Greek

  • ναυμαχίας — ναυμαχίᾱς , ναυμαχία sea fight fem acc pl ναυμαχίᾱς , ναυμαχία sea fight fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυμαχίαι — ναυμαχία sea fight fem nom/voc pl ναυμαχίᾱͅ , ναυμαχία sea fight fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”